- κολεός
- I
Επίπεδη βάση φύλλων, η οποία περιβάλλει τον βλαστό κατά μήκος των γονάτων και συναντάται κυρίως στα άμισχα φύλλα των μονοκοτυλήδονων φυτών, όπως είναι το σιτάρι και τα άλλα αγρωστώδη φυτά. Διακρίνοναι δύο τύποι κ.: ο ανοιχτός και ο κλειστός· στην πρώτη περίπτωση, τα περιθώρια του κ. συναντώνται ή αλληλοεπικαλύπτονται, ενώ στη δεύτερη συντήκονται μεταξύ τους.II(Coleus). Γένος μονοετών ή πολυετών ποών ή φρυγάνων, της οικογένειας των λαμιαδών, το οποίο περιλαμβάνει περίπου 100 είδη, ιθαγενή των τροπικών αφρικανικών και ασιατικών χωρών. Τα είδη του γένους κ. έχουν τετραγωνικό βλαστό και αντίθετα, οδοντωτά ή πριονωτά, συνήθως πολύχρωμα φύλλα. Τα άνθη τους είναι λευκά, κυανά ή ιώδη, σε σχήμα σταφυλιού. Το γένος περιλαμβάνει, επίσης, ορισμένα διακοσμητικά είδη, τα οποία καλλιεργούνται για τα πολύχρωμα φύλλα τους. Πολλαπλασιάζονται με σπορά ή μοσχεύματα, και βγάζουν ρίζες εύκολα και γρήγορα, οποιαδήποτε εποχή.Το πιο συνηθισμένο είδος κ. που καλλιεργείται στην Ελλάδα είναι η βερσαλφέτεια, τα φύλλα της οποίας έχουν διάφορα χρώματα: επάνω φέρουν κίτρινο, κόκκινο, ιώδες και πράσινο χρωματισμό και κάτω ροδαλό ή ερυθρό. Από τις χρωστικές των φύλλων αυτού του είδους κ. παράγεται αλκοολικό βάμμα, το οποίο παίρνει ωραίο σμαραγδένιο χρώμα με την επίδραση ιχνών αλκαλίου.
Ο κολεός, το γνωστό «ωραίο φύλλο», είναι ποώδες καλλωπιστικό φυτό, με πολυάριθμες ποικιλίες.
* * *ο (Α κολεός και κουλεός, ό, και κολεόν και κουλεόν, τὸ)θήκη μαχαιριού ή ξίφους, θηκάρινεοελλ.1. ανατ. ο κόλπος τών γυναικείων γεννητικών οργάνων2. βοτ. α) (στα αγρωστώδη) η πεπλατυσμένη βάση τών φύλλων που περιβάλλει ένα τμήμα τού βλαστούβ) γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας λαμιίδεςαρχ.(κατά τον Ησύχ.) «ἡ θήκη τοῡ ξῑφους, καὶ λάρναξ, καὶ ὑδρία».[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προέρχεται πιθ. από *κολεF-όν και εμφανίζει επίθημα -εόν (πρβλ. ειλεός). Κατ' άλλους, η λ. είναι δάνειο από μεσογειακή γλώσσα, όπως και το λατ. culleus. Ο τ. κουλεός είναι επικ. και το -ον- οφείλεται σε μετρική έκταση. Η λ. ως όρος τής βοτανικής με τη σημ. «πεπλατυσμένη βάση τών φύλλων» είναι απόδοση στην ελλ. τού γαλλ. όρου gaine «θήκη ξίφους», ενώ με τη σημ. «γένος φυτών» είναι αντιδάνεια (πρβλ. αγγλ. coleus). Ο τ. κολεός απαντά ως α' συνθετικό στη διεθνή επιστημονική ορολογία τής βοτανικής και τής ζωολογίας με σημ. «περίβλημα» (πρβλ. κολεόπτερος, κολεόπτιλο).ΠΑΡ. αρχ. κολεάζωνεοελλ.κολεϊσμός.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κολεόπτερος, κολεοφόροςνεοελλ.κολεόπτιλο, κολεόρριζα, κολεοσπασμός, κολεούχος, κολεοφόρα. (Β' συνθετικό) αρχ. σιδηροκόλεος, σκυτοκόλεος].
Dictionary of Greek. 2013.